Στρατούλα Θεοδωράτου: "Η ελευθερία είναι που θα φέρει το ανατρεπτικό στην τέχνη"

Δημοσίευση: 9 Απριλίου 2025, 14:05
Συντάκτης:

Μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι ο ηλικιωμένος, ανοϊκός πατέρας του, εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας, μια μέρα που εκτυλίσσονται εκτεταμένα κι αόριστα επεισόδια. Η αναγκαστική συμβίωση έχει απρόβλεπτη εξέλιξη και καθώς η ώρα περνά, αναδύονται ιδεολογικές συγκρούσεις, σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός. Όλοι εμπλέκονται σε μια τεράστια οικολογική καταστροφή, μια πυρκαγιά που έκαψε δάση και κατοικημένες περιοχές σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους.

Η επίσημη σύνοψη για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Στρατούλας Θεοδωράτου που μιλά για τα κοινωνικά αδιέξοδα, την αναζήτηση της αλήθειας και τους ανθρώπους να αναμετρώνται με τον εαυτό τους,  τον έρωτα, την τέχνη, τη φθορά και τον θάνατο. 

Την Ελληνίδα δημιουργό μάθαμε το 2006 με την μικρού μήκους "Όχι πια ιστορίες αγάπης" (μία από τις 5 μικρού μήκους που έχει σκηοθετήσει), ακολούθησε την ίδια χρονιά η μεσαίου μήκους τηλεοπτική "Πόσο γλυκά με σκοτώνεις" (με Μαρία Λεκάκη, Τζόις Ευείδη, Βλαδίμηρο Κυριακίδη) και άλλα τρία ντοκιμαντέρ. 

Με αφορμή την έξοδο της Πανίδας στις αίθουσες την Πέμπτη 10 Απριλίου, η Στρατούλα Θεοδωράτου μιλά στο MOVE IT για την ταινία της και καλλιτεχνική δημιουργία ως πολιτική πράξη, την αρένα των ιδεών στην καθημερινότητα των ανθρώπων, την πολύπλευρη έξαρση της λογοκρισίας και την ελευθερία που θα φέρει το ανατρεπτικό στην τέχνη: 

-Συγχαρητήρια για την νέα σας ταινία. Επιστρέφετε στην μυθοπλασία, μετά από ντοκιμαντέρ, παρότι και στην Πανίδα βλέπουμε ένα ντοκιμαντερίστικο ενδιαφέρον για την σύγχρονη Αθήνα και πραγματικότητα. Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας και ο τίτλος «Πανίδα»;

Νομίζω  ότι κάπως άρχισε να χτίζεται μέσα στο μυαλό μου ένα καλοκαίρι που καίγονταν τεράστιες εκτάσεις στη χώρα. Αργότερα έτυχε να συναντήσω έναν ανοϊκό ηλικιωμένο δύο φορές, χαμένο σε διαφορετικούς σταθμούς του μετρό, με διαφορά λίγων ημερών. Αυτή και μερικές άλλες, μικρότερες συμπτώσεις, έχτισαν την αρχική ιδέα στο μυαλό μου, που μετά βέβαια άλλαξε πολύ, μεταβλήθηκε κι εμπλουτίστηκε. Με γοητεύουν ιδιαίτερα οι συμπτώσεις, έχω μια τάση να τους  αποδίδω κάποιο κρυφό νόημα, κάτι σαν μήνυμα,  και τις αξιοποιώ συχνά ως πρώτη ύλη. Περπατώ πολύ στους δρόμους της Αθήνας, βλέπω κι ακούω με προσοχή ό,τι γίνεται γύρω μου, κι αναπόφευκτα μ’ επηρεάζει. Όλη αυτή η υπόκωφη οργή στην πόλη, η μιζέρια, η αδικία, η θλίψη και η απάθεια είναι γεμάτη προσδοκίες .  Αυτές οι μάζες που πηγαινοέρχονται στους δρόμους είναι η ΠΑΝΙΔΑ της πόλης, αλλά, εγκλωβισμένη σε μια ζούγκλα από ντουβάρια κι άσφαλτο, δεν μπορεί να ζήσει όπως θα άξιζε στον πολύτιμο χρόνο που της έχει δοθεί σ’ αυτόν τον κόσμο.

-Μια εξαιρετική πρωταγωνιστική τριπλέτα, με φυσικές ερμηνείες που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Πώς καταλήξατε στην επιλογή του καστ;

Στο σινεμά το 80% του ρόλου είναι η εμφάνιση και κυρίως το πρόσωπο. Απ’όταν έγραφα το σενάριο, είχα στο νου μου πώς ήθελα να είναι αυτοί οι άνθρωποι. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο να βρω διαθέσιμους ηθοποιούς ,λόγω  των πολλών σήριαλ που γυρίζονται και των μη θελκτικών αμοιβών που μπορούσα να προσφέρω.   Ήταν  ανέλπιστη τύχη να είναι διαθέσιμοι αυτοί οι καταπληκτικοί ηθοποιοί, τόσο ταλαντούχοι και τόσο καλοί συνεργάτες! Την Ηλέκτρα (Νικολούζου) την είχα εξ’ αρχής στο νου μου, πάντα μου άρεσε ως ηθοποιός, αλλά φοβόμουν ότι δεν θα δεχτεί έναν μικρότερο ρόλο, ευτυχώς είναι τόσο υπέροχος άνθρωπος, τόσο παθιασμένη με τη δουλειά της, που δέχτηκε αμέσως.  Ο ρόλος του Παύλου με δυσκόλεψε πολύ, γιατί αυτός ο τύπος ωραίου άντρα που έψαχνα, δεν είναι συνηθισμένος στην Ελλάδα. Ο Αντώνης (Μυριαγκός) είχε το βάθος και την καθαρότητα που ήταν αναγκαία για τον ρόλο, ώστε να μην κινδυνεύσει να γίνει αντιπαθής . Η  Έλενα (Μαυρίδου) έχει αυτό το έξοχο πρόσωπο με την παιδικότητα και την καλοσύνη, κι αυτό το βλέμμα που είναι σαν να κοιτάζει διαρκώς τις σκέψεις της. Αυτά μου ήταν απαραίτητα  για την κατασκευή της Άννας, δεν ήθελα τον τύπο που περιμένεις συνήθως σε έναν τέτοιο ρόλο, τη σκληρή, ακλόνητη, σούπερ-γυναίκα, ήθελα μια δύναμη εσωτερική, που να έρχεται σε αντίθεση με την εμφάνιση και να έχει μια μετρημένη λαϊκότητα. Με τον  Γιώργο (Μωρόγιαννη) γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια. Πρωταγωνιστούσε στην πρώτη ταινία που δούλεψα, όταν ακόμα σπούδαζα!  Έχει το εκτόπισμα , την επιβλητικότητα που χρειάζονταν ο ρόλος και την ευελιξία να είναι αστείος, σκοτεινός, άγριος, κι αβοήθητος .

-Σε ντοκιμαντέρ σας, όπως το Ψάρι στο Βουνό, αλλά και στο βιβλίο σας, Ο Ουρανός της Παλάμης, και τώρα στην Πανίδα, παρατηρούμε ένα κοινό και σταθερό ενδιαφέρον αλλά και σκάλισμα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας που διαφαίνεται  μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. Πιστεύετε πως τα πάντα είναι πολιτική και πώς μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων μπορούν να βγουν οι μεγαλύτερες αλήθειες;

Με ενδιαφέρει πολύ η ιστορικότητα του παρόντος, μέσα από αυτό το πρίσμα προσεγγίζω κάποια από τα σύγχρονα θέματά μου. Δεν νομίζω ότι τα πάντα είναι πολιτική στην καθημερινότητά μας, ένα μεγάλο κομμάτι της ύπαρξής μας είναι «απασχολημένο» με άλλα ζητήματα, όπως τα ένστικτα ή τον φόβο του θανάτου. Από αυτά εκπορεύονται πολλές από τις δυσκολίες που μας βασανίζουν.  Όμως , ναι , ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής μας ζωής είναι πολιτική, με την έννοια της διαχείρισης του κοινού χώρου, και φυσικά, η πολιτική διασταυρώνεται με όλα τα υπόλοιπα.  Στην τέχνη, όμως, είναι αλλιώς. Κατ’ εμέ δεν υπάρχει μη πολιτική τέχνη, η καλλιτεχνική δημιουργία εκ φύσεως είναι  πράξη πολιτική, αφού είναι λόγος δημόσιος .  Ασκείς πολιτική είτε μιλάς για ένα πολιτικό  ζήτημα είτε αποφεύγοντας  να μιλήσεις γι’ αυτό, είτε ουρλιάζεις για να ξυπνήσεις τους γύρω σου, είτε νιαουρίζεις για να τους αποκοιμίσεις. Όταν απευθύνεσαι στο κοινό, παίρνεις την ευθύνη μιας πολιτικής δράσης.  

Η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι η αρένα των ιδεών. Εκεί φαίνονται όλες οι αλήθειες, τι είναι εφικτό και τι όχι, τι είναι αληθινό και τι φαντασίωση.  Εκεί φαίνονται οι ανάγκες που πρέπει να γίνουν αίτημα πολιτικό και κοινός αγώνας. Όμως για να τα δεις όλα αυτά, θέλει μια οξυμένη ματιά, θέλει να έχεις την πρόθεση να δεις, αλλιώς οι αλήθειες πάνε χαμένες. Υπάρχουν άνθρωποι που πέρασαν όλο τον βίο τους  χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν αν η ζωή τους  είναι τουλάχιστον ειλικρινής, αν ο εαυτός τους είναι παρών. Αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν έζησαν άσχημα.

-Πώς γυρίστηκε η εναρκτήρια σεκανς με την πορεία; Ήταν δική σας προσωπική συμμετοχή σε πραγματική πορεία στο κέντρο της Αθήνας; Γιατί φάνηκε βγαλμένη από την αθηναϊκή καθημερινότητα.

Τραβούσα υλικό από πορείες χρόνια, μόνη μου με την κάμερα στους δρόμους,  ένα μέρος του χρησιμοποιήθηκε στην σεκάνς αυτή. Ένα άλλο μέρος είναι αυτό που μου παραχώρησαν δυο γενναίοι φωτογράφοι, ο Σάββας Καρμανιόλας και ο Νικόλας Γεωργίου και ένα τρίτο μέρος, είναι πλάνα στημένα, που τα γυρίσαμε κανονικά. Τους  ήχους διαδηλώσεων  που ντύνουν την ταινία τους ηχογράφησα ξεχωριστά, δηλ. σε διαφορετικές πορείες, γιατί είχα το πρόβλημα της θεματικής των συνθημάτων, που έπρεπε να είναι ακαθόριστο.

-Τι δηλώνει για εσάς αυτή η σύγκρουση δύο κόσμων; Ενός πιο «μπουρζουά» αν θέλουμε να το θέσουμε λίγο πιο απλά, που ζει στη Φιλοθέη και βλέπει ως ξεπερασμένες αριστερίστικες ιδέες, τα όσα του δηλώνει η άλλη πλευρά, και μιας γυναίκας που θα μπορούσε να θεωρηθεί από αγωνίστρια μέχρι συνωμοσιολόγα, αναλόγως της πολιτικής οπτικής;

Η σύγκρουση του Παύλου και της Άννας είναι μια μικρογραφία ευρύτερων κοινωνικών συγκρούσεων, που ξεπερνούν τα όρια της χώρας. Αυτές οι συγκρούσεις  τα τελευταία χρόνια αγριεύουν, κι εννοώ, ότι η πλευρά των ολίγων προνομιούχων επιτίθεται ανηλεώς για να πάρει και τα ελάχιστα που είχαν απομείνει στους πολλούς. Μιλάμε γενικά για τις «επιπτώσεις της καταστροφής του περιβάλλοντος στην καθημερινότητά μας» αλλά όταν αυτό το γενικό γίνεται συγκεκριμένη πράξη,  απτή επέμβαση στη φύση, ή απόφαση πολιτική, δεν αντιλαμβανόμαστε πάντα την κρισιμότητά της.  Η  ελκυστική θεωρία της ανάπτυξης  καταντάει ευφημισμός   που κρύβει την καταστροφή και την εκμετάλλευση. Είναι ένα παιχνίδι λέξεων που μπορεί να σε τρελάνει, αλλά όσο και να το φωνάζεις, η πλειοψηφία προτιμά μια οραματική ευημερία παρά την καθημερινότητα που βιώνει. Σε αυτή τη συνθήκη, είναι πολύ εύκολο να θεωρηθείς  γραφικός ή συνωμοσιολόγος, να σε κατηγορήσουν για παρωχημένη αριστερίστικη αγκύλωση, όπως εν πολλοίς,  κατηγορείται η Άννα. Και τι κάνεις όταν σου ζητούν να αποδείξεις τους ισχυρισμούς σου, αλλά δεν σου επιτρέπουν να ψάξεις για τις αποδειξεις;  Και πώς να μην κλονιστείς σε μια εποχή, που η αλήθεια καταποντίζεται στην υπερπληθώρα αντιφατικών πληροφοριών; Η Άννα αγωνίζεται ακόμα και χωρίς βεβαιότητες κι αυτό είναι το σημαντικό για μένα.

-Το σπίτι στην Πανίδα γίνεται ταυτόχρονα ένας τόπος καταφυγίου και προστασίας (από τις εξωτερικές διαδηλώσεις) και ένας τόπος ιδεολογικής και συναισθηματικής σύγκρουσης. Άραγε οι μεγαλύτερες συγκρούσεις γίνονται στους δρόμους ή στα σπίτια;

Στα σπίτια. Κι έχουν πολλά θύματα.

-Πιστεύετε σε ένα σινεμά κοινωνικά ευαισθητοποιημένο και πολιτικά ρηξικέλευθο; Και επειδή ζούμε σε εποχές μιας εκ νέου καλλιτεχνικής λογοκρισίας, πόσο εύκολο είναι για έναν δημιουργό να κάνει την δουλειά του και να θέτει μέσω αυτής μια άποψη προς συζήτηση έχοντας απέναντί του ένα κοινό πολωμένο;

Πιστεύω σε ένα σινεμά που ο δημιουργός είναι ελεύθερος να κάνει αυτό που θέλει. Δεν είναι όλοι υποχρεωμένοι να κάνουν ταινίες με κοινωνικούς προβληματισμούς, είναι θέμα ψυχισμού του σκηνοθέτη, ζήτημα προσωπικότητας. Το πρόβλημα είναι, ότι έχουμε μια έξαρση της λογοκρισίας, από διαφορετικές πλευρές. Από τα εργαστήρια σεναρίου, τα pitching, και την  έγκριση των παραγωγών, μέχρι τα φεστιβάλ, υπάρχει όλο και πιο έντονα η τάση να επιβάλλονται –πλαγίως- συγκεκριμένες θεματικές και φόρμες στους σκηνοθέτες. Φτάσαμε στο σημείο ένας χορηγός  ή η εκκλησία να επιβάλλει απαγορεύσεις σε ένα φεστιβάλ. Ταυτοχρόνως,  και η πολιτική ορθότητα της εποχής, περιορίζει την καλλιτεχνική δημιουργία, και μάλιστα, μέσα στην πλήρη αποδοχή και την επενοχοποίηση κι αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο κι από τη λογοκρισία ενός αυταρχικού καθεστώτος που τουλάχιστον ξυπνάει ένα ένστικτο αντίστασης. Είναι ένας φαύλος κύκλος,  γιατί το έργο που παράγεται σε αυτή τη συνθήκη, επηρεάζει τους  θεατές, που με τη σειρά τους, θέλουν κι άλλες τέτοιες ταινίες. Η κοινωνική ευαισθησία έχει πολλές εκφάνσεις, και πρέπει όλες να μπορούν να εκφραστούν, μέσα από το έργο ελεύθερων δημιουργών  κι  όχι κάποιες να υπερ-προβάλλονται κι άλλες να αποσιωπούνται.  Η ελευθερία είναι που θα φέρει το ανατρεπτικό στην τέχνη.

-Τέλος, θα ήθελα να κλείσουμε με ένα άλλο ζήτημα που θέτετε εξίσου καίρια στην ταινία σας και είναι από τις πιο εύστοχες προσεγγίσεις που έχουμε δει στο ελληνικό σινεμά. Η άνοια από την οποία φαίνεται να πάσχει ο ένας χαρακτήρας. Υπήρξε κάτι που σας δυσκόλεψε περισσότερο πρακτικά ή θεωρητικά στον τρόπο με τον οποίο θα μιλούσατε για αυτό στην ταινία σας;

Ήθελε  λεπτούς χειρισμούς το θέμα της άνοιας, για να μην γείρει ούτε προς την τραγικότητα ούτε προς τη γελοιότητα, να έχει ένα λεπτό χιούμορ, που όντως υπάρχει κάποιες στιγμές μέσα στη συνθήκη αυτής της σκληρής αρρώστιας. Ο Λάμπρος έπρεπε να είναι αξιολάτρευτος αλλά και σκοτεινός, απειλητικός κι απροστάτευτος.  Στο γύρισμα μας δυσκόλεψε η ακινησία του ρόλου που ήταν κουραστική για τον Γιώργο Μωρόγιαννη, και η  λεπτομέρεια στον τρόπο που κινείται,να  μην μας ξεφύγει κάποια κίνηση που δεν ταίριαζε με τη νόσο. Η ιστορία απαιτούσε να φαίνεται  μεν ότι πάσχει, αλλά να επιβάλλεται σωματικά στους άλλους, ο Λάμπρος είναι το κεντρικό πρόσωπο στην πραγματικότητα και η  Άννα καταλήγει να τον υπηρετεί, μέσα κι από έναν ταξικό αυτοματισμό.      

Πολλές περισσότερες πληροφορίες και τρέιλερ για την ταινία, θα βρείτε εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
Tanweer
55403
Film Group
12517
Feelgood
5350
Rosebud.21
2687
Tanweer
2654