Σύνοψη: Πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, ο Χαμίντ ζει μια διπλή ζωή ως μέλος μιας μυστικής οργάνωσης που προσπαθεί να εντοπίσει εγκληματίες πολέμου του απολυταρχικού καθεστώτος της Συρίας. Η τελευταία του αποστολή τον φέρνει στο Στρασβούργο, αντιμέτωπο με τον άνθρωπο που πιστεύει ότι είναι ο πρώην βασανιστής του.
Άποψη: Με υπόγειο σασπένς που κόβει ύπουλα την ανάσα και μια μαγνητική ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή Αντάμ Μπεσά, η ταινία έναρξης της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών είναι ένα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ με έντονους απόηχους από το αμερικανικό σινεμά του ’70, τους οποίους ο σκηνοθέτης μεταμοσχεύει με χειρουργική ακρίβεια στη ρεαλιστική απεικόνιση μιας ζωής σε εξορία.
Η κεντρική ιδέα προετοιμάζει για πολιτικό θρίλερ υψηλών εντάσεων, όμως ο δρόμος που επιλέγει ο Τζόναθαν Μιλιέ για την ιστορία του είναι ανορθόδοξος, υιοθετώντας ένα ύφος που στηρίζεται πολύ στις παύσεις, στην υπόνοια, σε μια υπόγεια μελαγχολία, σε μια στωικότητα που ανά φάσεις είναι σχεδόν μπρεσονική.
Το σασπένς είναι πολύ μετρημένο σε δοσολογία και όποτε εμφανίζεται έχει κομβικό ρόλο για τις εξελίξεις, δεν είναι απλώς μια άσκηση εντυπωσιασμού. Το τελικό αποτέλεσμα πετυχαίνει στο να αποδώσει εκείνες τις φαινομενικά ανιαρές, αλλά κρίσιμες στη σημασία τους πτυχές της κατασκοπείας, όπως και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης συνθήκης, αλλά η αλήθεια είναι πως χρειαζόταν κάτι παραπάνω στο πεδίο των συναισθημάτων για να απογειωθεί αυτό που προκύπτει από ενδιαφέρον σε πραγματικά καθηλωτικό.
Επικρατεί μια αποστασιοποίηση που δεν βοηθά στη σύνδεση με την προσωπική τραγωδία που κουβαλάει μέσα του ο Hamid του Άνταμ Μπέσα, άρα και στη μετέπειτα πορεία του προς μια χαμηλόφωνη κάθαρση μέσω διάφορων ενεργειών. Και σε επίπεδο πολιτικής ανάλυσης τα πράγματα μένουν ελαφρώς στην επιφάνεια, ίσως εσκεμμένα, γιατί το κεφάλαιο του εμφυλίου στη Συρία έχει υποενότητες που διχάζουν ιδιαίτερα, ειδικά όσον αφορά τις σφαίρες επιρροής του κάθε στρατοπέδου. Το σενάριο φαίνεται να νοιάζεται περισσότερο να περιγράψει τους ευρύτερους μηχανισμούς του κόσμου τον οποίο εξερευνά παρά να μιλήσει πιο στρατευμένα.
Η αρχική αμφισημία για την ταυτότητα του πρώην βασανιστή του πρωταγωνιστή θυμίζει κάτι από το πολανσκικό «Ο Θάνατος και η Κόρη», αν και από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται φανερό ότι η πλοκή θα πάρει μια πιο αυστηρά καθορισμένη οδό. Οι δευτερεύουσες ιστορίες που περιβάλλουν τον κεντρικό ήρωα είναι σαφέστατα λιγότερο ελκυστικές και ακόμη και αν δίνουν κάποιες πληροφορίες περισσότερες για τον χαρακτήρα του μοιάζουν περισσότερο να υπάρχουν για να γεμίσουν τον κινηματογραφικό χρόνο.
Η ερμηνεία του Άνταμ Μπέσα ήθελε μεγαλύτερη πρόθεση για «τσαλάκωμα» καθώς και λίγο περισσότερη εξωστρέφεια για να είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη, μιας και υπάρχουν σεκάνς που στηρίζονται πάνω της και για να λειτουργήσουν χρειάζονταν μια πιο δυναμική προσέγγιση.
Υπάρχει όμως μια παρουσία στο πεδίο των δεύτερων ρόλων που κάνει τη διαφορά και με το παραπάνω, και αυτή δεν είναι άλλη από του Ταφίκ Μπαρχόμ, που ειδικά σε μια σημαντική σκηνή που του σερβίρεται «στο πιάτο» καθηλώνει με την ακρίβεια των κινήσεών του, το πώς υποδηλώνει απειλή, το πώς νοηματοδοτεί βλέμματα κι επιλεγμένες λέξεις.
Είναι ένα φιλμ που έχει να προσφέρει «δωράκια» ειδικά σε όσους εκτιμούν ένα πιο βραδυφλεγές σινεμά, αλλά ο Τζόναθαν Μιλέτ δεν βρίσκεται ακόμη στο στάδιο ενός αληθινού δεξιοτέχνη για να χαρίσει αμέσως τώρα στις μάζες ένα υποδειγματικό πολιτικό θρίλερ, αν και δείχνει πως, αν μη τι άλλο, έχει μια ματιά με συγκροτημένη άποψη.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων