Σύνοψη: Στις 20 Δεκεμβρίου 1989, η Ρουμανία βρίσκεται στα πρόθυρα της επανάστασης. Έξι φαινομενικά ασύνδετες ζωές διασταυρώνονται με απροσδόκητους τρόπους. Καθώς οι εντάσεις φτάνουν σε οριακό σημείο, μια εκρηκτική στιγμή τους ενώνει, με αποκορύφωμα τη δραματική πτώση του Τσαουσέσκου και του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Άποψη: Ο Bogdan Muresanu, στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, αποδεικνύει ότι είναι αρκετά καλός μαθητής του Robert Altman και της δομής του αποκαλούμενου εκ των υστέρων από την κριτική ως hyperlink cinema, έστω και αν σε επίπεδο γενικότερης αντίληψης σίγουρα δεν είναι εξίσου ριζοσπαστικός. Πάντως το σενάριό του, μέσα από το μεμονωμένο και το ανθρώπινο, «ζωγραφίζει» εύστοχα μια ευρύτερη εικόνα της κοινωνικής κατάστασης που επικρατούσε επί ημερών Ceausescu και το πώς εκείνη η καταπίεση στον τομέα των ατομικών ελευθεριών (και όχι μόνο) κατέληγε να επεκταθεί, όπως άλλωστε και σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, και στις συμπεριφορές σε όλες τις πτυχές των ζωών των πολιτών, από το εργασιακό περιβάλλον μέχρι την οικογένεια.
Έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτό το πεδίο η διαπίστωση πως οι διαπροσωπικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο βαθμό ιεραρχίας, με ανώτερους και υφιστάμενους, εντός αυτού του πλαισίου αναπόφευκτα αποκτούν μια δυναμική όπου ο ισχυρός εκμεταλλεύεται κι επιβάλλεται και ο αδύναμος υπομένει, σαν να γίνεται αυτόματα ένα καθρέφτισμα με αυτό που συμβαίνει πολιτικά εντός χώρας.
Η ποικιλία των οπτικών γωνιών που εντοπίζεται (ενδεικτικά ο καλλιτέχνης, ο βιοπαλαιστής οικογενειάρχης, ο ονειροπόλος νέος) βοηθάει και στο να υπάρξει μια πολύπλευρη και πιο ολοκληρωμένη θεώρηση γύρω από τις συνθήκες της εποχής, και ίσως και μεγαλύτερα περιθώρια ταύτισης για τον θεατή που τα ψάχνει σε μια ταινία. Η αλήθεια βέβαια είναι πως η αφήγηση κάνει μια «κοιλιά» σε ορισμένα σημεία, καθώς καταστάσεις επαναλαμβάνονται και κάποιες εκ των ιστοριών μοιάζουν να κάνουν έναν νοητό κύκλο γύρω από τον εαυτό τους.
Όμως ένα σημαντικό ατού του Muresanu είναι ότι ξέρει να «αιχμαλωτίζει» το συναίσθημα στην εκάστοτε σκηνή και να μη φοβάται τις εντάσεις που προκύπτουν από αυτό, κάτι που καθιστά και το σινεμά του πιο λαϊκό σε σχέση με άλλους συμπατριώτες του που προτιμούν μια αποστασιοποίηση, μια τάση προς την παρατήρηση αντί για την εμβύθιση στην εμπειρία. Δεν του λείπει και το χιούμορ που λειτουργεί και σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης ελέω θεματολογίας, ειδικά στην ιστορία με το τηλεοπτικό συνεργείο.
Το σύνολο «δένει» στην κορύφωση που διαδραματίζεται στα τελευταία λεπτά υπό τους ήχους του «Boléro» του Ravel (και με λίγο αρχειακό υλικό για τους τίτλους τέλους), όπου οι διαδρομές των ηρώων φτάνουν σ’ έναν προορισμό συμβολικό λόγω του ότι ο καθένας εξ αυτών κουβαλάει το στοιχείο της μετάβασης σε κάτι καινούριο, μιας και συμπίπτει με μια πολύ σημαντική ιστορική συγκυρία. Είναι ένα φινάλε που σίγουρα αφήνει μια όμορφη τελική αίσθηση, ίσως και γλυκόπικρη αν αντιληφθεί κανείς και το ότι η Ρουμανία σήμερα έχει περάσει έκτοτε από κάποιες τραυματικές εμπειρίες που έχουν τις ρίζες τους στο συλλογικό ασυνείδητο έτσι όπως διαμορφώθηκε πριν από το 1989.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα έξυπνα φτιαγμένο φιλμ, που μπορεί να «μιλήσει» σε πολλούς επειδή προσεγγίζει την πολιτική διάσταση μέσα από το κοινό βίωμα, απλά και με συναίσθημα το οποίο βγαίνει αβίαστα. Και φροντίζει να πιάσει «συχνότητες» τέτοιες που οπωσδήποτε θα αγγίξουν και τον σινεφίλ για τον οποίο οι εικόνες και οι καταστάσεις που καταγράφονται ίσως φαντάζουν λίγο ξένες σε συνάρτηση με τα όσα έχει ζήσει (αυτό ενδεχομένως να αφορά κάπως περισσότερο τις νεότερες γενιές).
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων