Σύνοψη: Ο Κώστας, ένας νεαρός σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, αναγκάζεται να γίνει κηδεμόνας της ανιψιάς του, ενώ ταυτόχρονα πνίγεται από τα χρέη του σπιτιού της οικογένειάς τους. Απελπισμένος, δέχεται την πρόταση ενός τραυματιοφορέα, ο οποίος του προσφέρει βοήθεια.
Η βοήθεια αυτή όμως, έρχεται με ένα τίμημα.
Άποψη: Παρότι λίγο αμήχανο ως προς το πώς να ξεμπλέξει το νοητό κουβάρι της πλοκής στο φινάλε, αφήνοντας αρκετά ανοιχτά μέτωπα τα οποία καταλήγουν σε αδιέξοδο, η νέα δημιουργία της Παναγιωτοπούλου μπορεί να υπερηφανεύεται πως εκπέμπει έναν πιο γνήσιο συναισθηματισμό από το πλειοψηφικό κομμάτι της σημερινής ελληνικής μυθοπλασίας, και αν συμπυκνωνόταν σε χρονική διάρκεια ώστε να μην «αραιώνει» η δύναμη ορισμένων σεκάνς (υπάρχουν δυστυχώς και σκηνές που δεν προσφέρουν τόσο στο σύνολο) το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη καλύτερο.
Το οικογενειακό δράμα που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας είναι πιο σύνθετο από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά, στηρίζεται και σε πράγματα που δεν λέγονται αλλά καταλήγουν να επηρεάζουν την πορεία των ηρώων, αν και ο πειρασμός του exposition δεν αποφεύγεται εντελώς, προφανώς και με το βλέμμα στραμμένο και σ’ ένα πιο λαϊκό κοινό εύλογα.
Το σενάριο θα χωρούσε κάποιες πιο ιδιοσυγκρασιακές πινελιές, από την άποψη πως ενίοτε χρησιμοποιούνται κλισέ φράσεις στους διαλόγους, ακόμη και τηλεοπτικής «κοπής», που δεν βοηθούν στο να χτίσουν απόλυτα ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Οι κοινωνικού χαρακτήρα προβληματισμοί που ξετυλίγονται, άμεσα ή και πιο έμμεσα (από την υποβάθμιση του χώρου της υγείας στην Ελλάδα μέχρι την πολιτική των τραπεζών που μοιάζει να μην έχει αλλάξει καθόλου από το ζενίθ της οικονομικής κρίσης και ύστερα) έχουν παρουσιαστεί μεν και άλλες φορές στο εγχώριο σινεμά, όμως άλλες τόσες έχουν παραμεριστεί, ειδικά τα τελευταία χρόνια, προς αναζήτηση ενός νεωτερισμού που πολύ συχνά δεν έχει μεγάλη επαφή με το τωρινό zeitgeist παρότι συχνά επικρατούν οι ισχυρισμοί για το αντίθετο.
Το ότι το «Wishbone» ακούει έναν παλμό του σήμερα που θάβεται από άλλες τάσεις ανταγωνιστικών διαθέσεων πρέπει να αναγνωριστεί ως θετικό επομένως.
Από το καστ, μια ερμηνεία που ξεχωρίζει απρόσμενα, γιατί αφορά ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα της «πινακοθήκης» της Παναγιωτοπούλου, είναι αυτή του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, που συνοψίζει πολύ αιχμηρά και πικρόχολα ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτού που ονομάζεται αφηρημένα «ελληνική νοοτροπία», με δόση αληθοφάνειας τέτοια που ξορκίζει από τα «αποδυτήρια» τον κίνδυνο για μια ροπή προς την καρικατούρα, ενίοτε και με ελαφριές, αρμονικά ενταγμένες νότες κωμικότητας που συνδέονται με τη μικροπρέπεια του ρόλου που υποδύεται. Αθόρυβη, αλλά λιτά αποτελεσματική υποστήριξη προσφέρει και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου που προσθέτει μια ευγένεια στο σύνολο η οποία λειτουργεί και σαν υπενθύμιση μιας γενιάς που πλέον πέρασε στο παρασκήνιο από το προσκήνιο.
Δεν γίνονται όλα τέλεια, όμως το σίγουρο είναι ότι μετά το πέρας της θέασης δεν μένει ένα κενό, σαν αυτό που προηγήθηκε να μην είχε κάποιον λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για ένα φιλμ «μικρών» διαστάσεων, αλλά με μια αξιοπρεπή σε όλα της «κοψιά».
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων