Σύνοψη: Ο Τσατίλα και ο Ρέντα, δύο ξαδέρφια από την Παλαιστίνη, έχουν «εγκλωβιστεί» στην Αθήνα, προσπαθώντας να μαζέψουν τα απαιτούμενα χρήματα, για να εξασφαλίσουν τα πλαστά διαβατήρια που θα τους οδηγήσουν στη Γερμανία. Προκειμένου να φύγουν από τα υπόγεια της Κυψέλης και να φτάσουν «στην Ευρώπη», θα κάνουν τα πάντα.
Άποψη: Ο Μαχντί Φλάιφελ, Δανοπαλαιστίνιος σκηνοθέτης που «μοιράζει τον χρόνο του» μεταξύ Κοπεγχάγης και Αθήνας, μεταπηδά από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία, αλλάζοντας φόρμα, όχι όμως και θεματική εστίαση: στο επίκεντρο βρίσκεται σταθερά το παλαιστινιακό προσφυγικό βίωμα, η διαχείριση της εξορίας, καθώς κι όλων των ενδιάμεσων σταθμών ως την – διαφορετική για τον καθένα – «Γη της Επαγγελίας».
Αυτό που για τους Ευρωπαίους ορίζεται γραφειοκρατικά ως απλώς η «χώρα υποδοχής» είναι ένας τόπος τεράστιου συναισθηματικού και φαντασιακού φορτίου για όσους προσπαθούν να περάσουν τα σύνορά του, η απτή ενσάρκωση κάθε ελπίδας που τρέφουν για μια ζωή αυτάρκειας κι αξιοπρέπειας.
Θα κάνουν τα πάντα, λοιπόν, για να φτάσουν σε αυτόν. «Θα επιδοθούν σε τυχοδιωκτικές δουλειές», θα μπορούσε να είναι ένας ευφημισμός για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν Τσατίλα και Ρέντα, ο οποίος σίγουρα όμως δεν θα έβγαινε από τα χείλη του Φλάιφελ.
Κι αυτό γιατί το σενάριο και η κινηματογράφησή του δεν λειαίνουν καμία γωνία, δεν εξωραΐζουν το παραμικρό, δεν τραβάνε μια βολική κουρτίνα υπαινικτικής αποσιώπησης μπρος στα μάτια του θεατή. Κάθε άλλο: η κάμερα θα γλιστρήσει σε όλες τις αθέατες και αποτουριστικοποιημένες γωνιές της Αθήνας, σε κάθε λημέρι των ταξικών απόβλητων αυτής της πόλης και θα ταυτιστεί με το βλέμμα των δύο ηρώων, ακολουθώντας τους σχεδόν παντού.
«Θα πρέπει να δεις τα πάντα, προτού κρίνεις ή ρομαντικοποιήσεις τους πρόσφυγες που έρχονται στην Ευρώπη» είναι σα να μας λέει ο δημιουργός. Τόσο η δαιμονοποίηση όσο και η αγιοποίηση, άλλωστε, προέρχονται από ένα european gaze, που αρθρώνει λόγο (υποθέσεις, προβολές, ακόμη και βεβαιότητες) για αυτούς, χωρίς αυτούς.
Μόνο βλέποντας την εικόνα εκ των έσω, μέσα από τα δικά τους μάτια ανά πάσα στιγμή, μπορεί να τοποθετηθεί ο όποιος χαρακτηρισμός τους στη σωστή του βάση. Ούτε βολικές αποκρύψεις ούτε υπερτονισμοί, αδιαμεσολάβητο βίωμα που μιλάει από μόνο του.
Όπως και στην «Ιστορία του Σουλεϊμάν» του πρόσφατου ΦΚΘ, ο ευρωπαϊκός μητροπολιτικός χώρος (έστω κι αν τα ξαδέρφια της ταινίας θεωρούν την Αθήνα περισσότερο Μέση Ανατολή παρά Ευρώπη) παύει να νοηματοδοτείται μέσα από το βλέμμα των πλειονοτικών, των ντόπιων ή των τουριστών. Παράλληλα με το Παρίσι ή την Αθήνα των «κοινωνικά νικητών», υπάρχουν και τα λιγότερο φωτογενή τους flip sides, οι διαμετρικά αντίθετες θεάσεις του ίδιου αστικού κέντρου από τους λιγότερο προνομιούχους.
Και το σινεμά που τις θέτει στο επίκεντρο (ειδικά όταν συνδυάζεται με τόσο αβίαστα δυνατές ερμηνείες και immersive κινηματογραφικότητα) θα πρέπει πάντα να επαινείται.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων