Σύνοψη: Σε ένα ήσυχο χωριό της Γαλλίας, ένα ονειρεμένο σπίτι στη μέση του πουθενά βγαίνει προς πώληση. Για τον Σιμόν και την Αντελαϊντ, που ζουν στριμωγμένα στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι με τα δύο τους παιδιά, είναι η τέλεια ευκαιρία.
Αλλά το όνειρο μετατρέπεται γρήγορα σε εφιάλτη όταν συνειδητοποιούν ότι οι φιλικοί γείτονές τους χρησιμοποιούν τον κήπο τους ως κυνηγότοπο! Και ότι η κυνηγετική περίοδος διαρκεί 5 μήνες…
Άποψη: Μια γαλλική κωμωδία γεννημένη να αρέσει σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού, καθώς ήδη έχει κερδίσει το βραβείο κοινού στο πρόσφατο φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου της Αθήνας.
Φτιαγμένη από τα αγνά υλικά μιας λαϊκής κωμωδίας ευρείας αποδοχής (άλλωστε στο γαλλικό box office ήδη έχει κάνει πάταγο με σχεδόν 2 εκατομμύρια θεατές), με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται.
Προφανώς μιλάμε για μια απλοϊκή ιστορία, εύκολων και φωναχτών μηνυμάτων, με ήρωες στο ελάχιστο σχηματισμένους και προσχηματικά σχεδιασμένους προκειμένου να εξυπηρετήσει την πλάκα που στήνεται, η οποία βέβαια είναι αρκετά αστεία και ό,τι πρέπει για μια ανάλαφρη θέαση σε ένα ελληνικό θερινό σινεμά.
Ο ένας εκ των δύο σκηνοθετών, ο Antonin Fourlon, σκέφτηκε την ιστορία στην καραντίνα καθώς και εκείνος είχε μείνει κλεισμένος σε ένα σπίτι με τα παιδιά του και έτσι σε συνεργασία με τον Frederic Forestier, έφτιαξαν μια χαριτωμένη ηθικοδιδακτική κωμωδία για τις χαρές τις επαρχίας, την καλύτερη ζωή δίπλα στην φύση αλλά και τα όρια της ελευθερίας του καθενός.
Το θετικό είναι ότι το Κυνήγι Γειτόνων δεν είναι η κλασική λαϊκή κωμωδία που παίρνει ευθέως θέση περί καλών και κακών ηρώων. Σαφώς με μεγαλύτερη συμπάθεια ή και συμπόνια αντιμετωπίζονται το ζεύγος Παριζιάνων που φεύγοντας από την περιοριστική ζωή της πόλης, καταλήγουν να υποφέρουν στην εξοχή εξαιτίας των γειτόνων τους, ωστόσο και εκείνοι παίρνουν ακραία μέτρα που θα στενοχωρήσουν τους γείτονες και θα αφήσουν να φανεί και ένα άλλο πρόσωπο.
Ένα πρόσωπο προφανώς προβλέψιμο και με μια ιστορία που στο γενικό της πλαίσιο μοιάζει να έχει ξαναειπωθεί αρκετές φορές μέχρι τώρα και με χαρακτήρες που μπορεί να αποφεύγουν την εύκολη ταμπέλα του καλού-κακού, αλλά δεν γλιτώνουν της στερεοτυπικής αναπαράστασης ως νευρικού αλλά πολυπράγμονα Παριζιάνου και αγνού αλλά κουτοπόνηρου και βάρβαρου επαρχιώτη.
Η σκηνή που οι νεόφερτοι Παριζιάνοι αντιμετωπίζονται με καχυποψία από τους ντόπιους και πληρώνουν άλλες τιμές στα προϊόντα δεν απέχει πολύ από τα πρώτα επεισόδια του Καφέ της Χαράς του Χάρη Ρώμα με την πρωτευουσιάνα να προκαλεί το χωριό.
Σίγουρα διασκεδαστικό και χαλαρό χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια στο χτίσιμο μιας πλοκής που ξεπερνά το ανέκδοτο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων