Σύνοψη: Η Pansy είναι μια νοικοκυρά που δεν είναι ευχαριστημένη με τίποτα. Είναι αγοραφοβική, υποχόνδρια και παρανοϊκή με τα πάντα, τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα, τα φυτά και τα λουλούδια και συγκρουσιακή με όλους, ειδικά με τον υδραυλικό σύζυγό της Curtley και τον άνεργο γιο της Moses, τον οποίο θεωρεί ότι χαραμίζει τη ζωή του, αλλά και με την αδελφή της Chantelle την οποία θεωρεί την ευνοημένη της νεκρής πλέον μητέρας τους, της Pearl.
Παρά την αρχική αντίσταση της Pansy, στη Γιορτή της Μητέρας επισκέπτεται με την Chantelle τον τάφο της μητέρας τους. Εκεί η Pansy καταρρέει και, αναστατωμένες και οι δύο, αγκαλιάζονται με την Chantelle να απορρίπτει τον ισχυρισμό της Pansy ότι όλη η οικογένεια τη μισεί. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα της Chantelle, η Pansy έχει να αντιμετωπίσει την οδυνηρή για εκείνη επαφή με τις δύο κόρες της αδερφής της αλλά και με τον άντρα και τον γιο της
Άποψη: Ίσως όχι μόνο η καλύτερη στιγμή του Mike Leigh εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες της σκηνοθετικής του καριέρας γενικότερα. Επιβεβαιώνοντας πως είναι ένας από τους ελάχιστους ενεργούς κινηματογραφιστές που ξέρει να κάνει σινεμά όχι απλά αληθοφανές, αλλά επώδυνα πραγματικό, ξεδιπλώνει μέσα από μια μικρή και καθημερινή φαινομενικά καταγραφή έναν καμβά συναισθημάτων ικανό να μιλήσει σε όλους. Κι ενώ εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να «παίξει» με το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ήρωές του, καθώς και αναφορά στην πανδημία του COVID-19 γίνεται και το ταξικό υπόβαθρο είναι αρκετά ξεκάθαρο, δεν εκτροχιάζεται ποτέ από τη διαχρονική του δέσμευση για έναν ανθρωποκεντρισμό ως ανώτατη αξία της τέχνης που υπηρετεί.
Η επιλογή του Leigh να μην πει ποτέ κατηγορηματικά μέσω του σεναρίου του ότι η κατάσταση της Pansy έχει μια ψυχολογική αφετηρία, πέραν του ότι λειτουργεί ως ένα σχόλιο για το πώς τέτοια ζητήματα στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα δυστυχώς κρύβονται κάτω από ένα νοητό χαλί γιατί μπαίνει σε προτεραιότητα αναγκαστικά η λαίλαπα της καθημερινότητας, δίνει το έναυσμα και στον θεατή να εξερευνήσει ουσιαστικά την εν λόγω ηρωίδα, δεν του πασάρει τεμπέλικα ένα ταμπελάκι για μια βολική κατηγοριοποίηση. Και παρότι έχει στο επίκεντρο της ιστορίας του μια γυναίκα πολύπλοκη, ο ίδιος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή αλλά σκιαγραφεί κι έναν οικογενειακό περίγυρο εξίσου σύνθετο, στον οποίο συνοψίζονται πολλές από τις πλευρές της ευρύτερης αφροβρετανικής εμπειρίας, από τον έμμεσο ρατσισμό που μπορεί να κρύβεται πίσω και από «γυαλισμένες» συμπεριφορές μέχρι την αίσθηση του συνανήκειν εντός της κοινότητας που βοηθάει πολύ σε επίπεδο ουσιαστικής υποστήριξης.
Το «κλειδί» για την προσωπική βελτίωση μάλλον δεν είναι ενιαίο αλλά διαφορετικό για τον καθένα, και αυτό που υπονοείται στην τελευταία σκηνή είναι ότι για την περίπτωση της Pansy η υπέρβαση έχει αυτόν τον ρόλο μέσω της εκδήλωσης αγάπης. Ένας στόχος δύσκολος, αλλά όχι ανέφικτος, αν θυμηθεί κανείς τι έχει προηγηθεί του φινάλε...
Σε μία χρονιά γεμάτη δυνατές γυναικείες ερμηνείες, είναι τραγική αστοχία το ότι το ρεσιτάλ της Marianne Jean-Baptiste δεν αναγνωρίστηκε από τα Όσκαρ τουλάχιστον με μια υποψηφιότητα. Η οργή που εκπέμπει σε πολλές σκηνές δεν εξαντλείται σε επιδερμικούς μανιερισμούς αλλά είναι σαν να πηγάζει από κάτι πολύ βιωματικό, και οι σεκάνς στις οποίες η ηρωίδα της «ανοίγεται» και ξεσπάει διακρίνονται από μια ευαλωτότητα τόσο ρεαλιστική που μπορεί να ξυπνήσει οικείες μνήμες σε μεγάλη μερίδα του κοινού. Και είναι πολύ σημαντικό μπόνους το ότι περιβάλλεται και από ένα καστ σε ιδιαίτερα μεγάλη φόρμα, από τη σοφή εγκαρδιότητα της Michelle Austin (ο «φάρος» της σύνεσης μέσα στη φαμίλια) μέχρι τη μελαγχολική εσωστρέφεια του Tuwaine Barrett.
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι «Πικρές Αλήθειες» έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν ακόμη και μια λυτρωτική θέαση για πολλούς σινεφίλ, από την άποψη ότι αποτυπώνουν θραύσματα αληθινής ζωής τα οποία κατευθύνουν ακόμη και σε μια εσωτερική ανασκόπηση σε προσωπικές εμπειρίες που ενδέχεται να φέρει μια έστω μερική συμφιλίωση με πτυχές του παρελθόντος. Στο ενδιάμεσο θα έχουν απολαύσει τη μαεστρία ενός δημιουργού που για μια ακόμη φορά παρατηρεί μια ομάδα ιδιαίτερα καλογραμμένων χαρακτήρων με τη διαύγεια και τη συμπόνια ενός βετεράνου ψυχοθεραπευτή.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων