Σύνοψη: Μετά από πολλά χρόνια φυλάκισης για εγκλήματα που σχετίζονται με τη μαφία, ο πολιτικός Σερβίλο έχει χάσει τα πάντα.
Άποψη: Αρκετά χρόνια μετά τα «Μυστήρια της Σικελίας», το ντουέτο των Grassadonia και Piazza καταπιάνεται και πάλι με τη θεματολογία της Μαφίας, αυτήν τη φορά με πιο συγκρατημένες πινελιές υπέρβασης σκηνοθετικά και με οδηγό περισσότερο την πλοκή παρά την ατμόσφαιρα. Το αποτέλεσμα βλέπεται με ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο για τις σχεδόν δαιδαλώδεις διακλαδώσεις ανάμεσα σε μια πλειάδα προσώπων με διαφορετικά κίνητρα και νοοτροπίες, σίγουρα όμως δεν είναι και η πιο καθοριστική ιταλική ταινία των τελευταίων ετών γύρω από το εν λόγω αντικείμενο.
Ενώ το ξεκίνημα προϊδεάζει για ένα παιχνίδι με «πηγαινέλα» στον χρόνο, η αφήγηση τελικά είναι αρκετά γραμμική και απλή, με μόνο απαιτητικό σημείο την υπερβολική συσσώρευση της πληροφορίας ενίοτε.
Η διαπλοκή ανάμεσα σε εξουσία και υπόκοσμο ακόμη και στη σύγχρονη εποχή είναι κάτι που σίγουρα έχει αποτυπωθεί πολλές φορές στο σινεμά, ωστόσο πάντα είναι καλοδεχούμενα φιλμ που, ειδικά σε περίεργους καιρούς όπως οι τωρινοί, βάζουν το λιθαράκι τους για να απομυθοποιήσουν την εικόνα της πολιτικής έτσι όπως έχει φιλοτεχνηθεί διαχρονικά από πολλές πηγές για να καθιερωθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο συλλογικό υποσυνείδητο. Και είναι και κάποια μεμονωμένα συμπεράσματα που βγαίνουν μέσα από το σενάριο τα οποία δεν διατυπώνονται τόσο συχνά από σημερινούς κινηματογραφιστές, και είναι ευτύχημα που εντοπίζονται εδώ.
Να σημειωθεί πως όσοι περιμένουν μια σκορσεζική προσέγγιση γύρω από όσα εξιστορούνται λόγω πλαισίου της δράσης ενδέχεται να απογοητευτούν, καθώς δίνεται έμφαση κυρίως στον τομέα των σύνθετων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους ήρωες, και όχι στη βία ή στη γενικότερη γοητεία της παρανομίας χωρίς λογοδοσία που αποτελούν πιο φωτογενή χαρακτηριστικά του μικρόκοσμου αυτού.
Κάτι που κάνει άσχημη εντύπωση πάντως είναι η χαλαρότητα των ρυθμών και των εντάσεων σε αναντιστοιχία με το είδος, που κάνει τα διακυβεύματα να φαντάζουν λιγότερο σημαντικά από αυτό που είναι πραγματικά και μειώνει το σασπένς, γεγονός που κοστίζει στο αποτύπωμα που αφήνει η όλη εμπειρία της θέασης. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει και μεγαλύτερη ομοιογένεια ύφους στις δύο παράλληλες διαδρομές που χαράζονται, την πιο «γήινη» του Catello και την πιο «σκοτεινή» του Matteo ώστε να ξενίζουν λιγότερο οι μεταβάσεις από τη μία στην άλλη και τούμπαλιν. Επιπλέον, μέσα στις δύο γεμάτες ώρες της χρονικής διάρκειας υπάρχουν και υποπλοκές που ελάχιστα προσθέτουν στην ιστορία (ενδεικτικά, η σχέση ανάμεσα σε Matteo και Lucia).
Ο Toni Servillo για μια ακόμη φορά δεν απογοητεύει, σ’ έναν ρόλο «ευκολάκι» βέβαια για τον ίδιο, που ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολία για περασμένα μεγαλεία και την αυτάρεσκη περιφρόνηση απέναντι σε έναν «κατώτερο» περίγυρο, με αρκετές δόσεις χιούμορ ως μπόνους. Αλλά η ερμηνεία που κουβαλάει το σύνολο είναι αναμφίβολα αυτή του Elio Germano, με μια υποχθόνια ενέργεια που υπονοεί πολλά και δρα στοχευμένα και που προκαλεί πηγαίο άγχος στον θεατή όσον αφορά το πώς μπορεί να κινηθεί ο χαρακτήρας που υποδύεται, αν θα «εκραγεί» ή όχι σε μια δεδομένη σκηνή.
Πρόκειται για ποιοτικό πισωγύρισμα σε σύγκριση με την προηγούμενη κινημτογραφική εξόρμηση του σκηνοθετικού διδύμου που βρίσκεται πίσω από την κάμερα; Μάλλον ναι, αλλά τα «Γράμματα από τη Σικελία» έχουν τις αρετές τους που κάνουν καλή παρέα στον σινεφίλ, έστω και αν δεν μεταφράζονται σε σινεμά που μένει αληθινά αξέχαστο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων