Σύνοψη: Ένα απόγευμα σε ένα άδειο δημοτικό σχολείο, οι γονείς δύο εξάχρονων παιδιών, μάχονται για την αλήθεια, όταν ο ένας γιος κατηγορείται για ανάρμοστη συμπεριφορά. Κινητοποιείται όλος ο σχολικός μηχανισμός και σύντομα προκύπτει ένα μείγμα τρέλας, επιθυμίας και εμμονής.
Άποψη: Και μόνο η υποσημείωση «από τον εγγονό του Ingmar Bergman» προετοιμάζει για καλλιτεχνική «βόμβα» μεγατόνων. Αλλά...
Το φιλμ ξεκινάει με αρκετές υποσχέσεις, αποτυπώνοντας εύστοχα ως επί το πλείστον το πώς η τυπικότητα στις σκανδιναβικές κοινωνίες ίσως και να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Και τα χρώματα της φωτογραφίας του Pål Ulvik Rokseth συνεισφέρουν στο να επικρατήσει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Όσο όμως εξελίσσεται η πλοκή, η γοητεία της όλης κατασκευής σταδιακά «ξεφουσκώνει». Ενώ αρχικά φαίνεται ότι ο θεματικός πυρήνας της δραματουργίας είναι το ποιες συμπεριφορές σε πολύ μικρές ηλικίες μπορούν να θεωρηθούν κακοποιητικές και από πού πηγάζουν αυτές, ξαφνικά η πλοκή πραγματοποιεί μια μεταστροφή, καταλήγοντας να μιλάει για κάτι πολύ πιο κοινότοπο κι «εύκολο» από αυτό με το οποίο καταπιάστηκε μέχρι ένα σημείο.
Μπορεί κανείς μάλιστα να εντοπίσει και κάποιες συγγένειες με το «Κυνήγι» του Vinterberg, αλλά το ποιοτικό χάσμα συγκριτικά είναι πολύ μεγάλο. Όταν δε εμφανίζονται και κάποιες χορευτικές «σφήνες» αρκετά ξαφνικά, που προφανώς λειτουργούν σε ένα μεταφορικό επίπεδο, γίνεται αρκετά πιο ορατή και η ένδεια ιδέων που επικρατεί από τα μισά κι έπειτα.
Το τελικό επιμύθιο, που συνοψίζεται στο «γνώρισε τον άλλον καλύτερα πριν τον μισήσεις», φαντάζει υποκριτικό από τη στιγμή που το σενάριο εμμέσως κατηγοριοποιεί συγκεκριμένους χαρακτήρες ως «καλούς» και «κακούς» με διάφορους τρόπους, προκρίνοντας και ως λύση κάτι παιδιάστικα απλοϊκό, το να ξεχωρίσουν οι πρώτοι από τους δεύτερους για να δικαιωθούν οι μεν και να περιθωριοποιηθούν οι δε.
Όλο αυτό γίνεται ακόμη πιο ελαττωματικό με δεδομένο το ότι αποκλείεται να μην υπάρξει θεατής που θα σπεύσει να ταυτιστεί με το θετικό πρότυπο του μύθου, πολύ απλά γιατί για τον καθένα από εμάς είναι πιο εύκολη η επιβεβαίωση από το κοίταγμα στον καθρέφτη. Τι να πει και ο Alan Ball με το «Look closer» προ δεκαετιών στο «American Beauty» δηλαδή...
Κάπως έτσι αδικείται και μια ακόμη καλή παρουσία από τη Renate Reinsve, που συνεχίζει δυναμικά για να καθιερωθεί ως ένα από τα «βαριά» ονόματα της υποκριτικής στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά που ξεχωρίζει αποκλειστικά λόγω των προσπαθειών της ίδιας, καθώς δεν έχει αρκετά δυνατή υποστήριξη από το υλικό που της δίνεται για να δουλέψει.
Δεν είναι ότι δεν βλέπει κάποιος μερικές δημιουργικές «σπίθες» στο σύνολο, το γεγονός όμως είναι πως προκύπτει κάτι που δεν «δένει» στον επιθυμητό βαθμό για να χαρακτηριστεί επιτυχημένο.
Ούτε ένα μπεργκμανικού τύπου βάθος έχει όσον αφορά την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων (όσο τη διαθέτει και αυτή, που είναι συζητήσιμο), ούτε βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο σχετικά με τη διάσταση της κοινωνίας που περιγράφει.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων