Μία αποστολή έμπειρων δυτών προσπαθεί να σώσει έναμέλος του πληρώματος που έχειπαγιδευτεί.
Η αληθινή ιστορία που αποτελεί τη βάση για το φιλμ του Alex Parkinson είναι από τις περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν το κλισέ «η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία». Η κινηματογραφική της μεταφορά δεν παίρνει σχεδόν καθόλου ρίσκα, όλα μοιάζουν δρομολογημένα από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο σε μια περιπέτεια επιβίωσης βγαλμένη από συνταγή, αλλά τη δουλειά της την κάνει, από την άποψη ότι και σασπένς σε αρκετά ικανοποιητική δοσολογία έχει, και ο τύπος του ηρωισμού που προβάλλει μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης για τον μέσο θεατή, ακόμη και σε επιδερμικό επίπεδο, γιατί πατάει πάνω σε υγιείς συμπεριφορές.
Στα θετικά του σεναρίου ότι αποφεύγει την εκνευριστική κοινοτοπία των «βαρβάτων» αστεϊσμών εντός ενός ανδροκρατούμενου εργασιακού περιβάλλοντος, στα αρνητικά ότι στο συναισθηματικό πεδίο φαντάζει λίγο «στεγνό», ίσως και γιατί δεν αξιοποιεί τον λιγοστό χρόνο που έχει διαθέσιμο για να εξερευνήσει κάπως καλύτερα τους χαρακτήρες και τις μεταξύ τους σχέσεις (εδώ ίσως να φταίει και το ότι η κύρια προϋπηρεσία σκηνοθετικά του Parkinson είναι στο ντοκιμαντέρ και όχι στη μυθοπλασία).
Επιπλέον, δεν αναλώνεται χρόνος σε μια επεξήγηση της ορολογίας των καταδύσεων που είναι έντονα παρούσα ειδικά στο ξεκίνημα, αλλά ευτυχώς, αποδεικνύεται ότι μια βαθύτερη γνώση της δεν είναι τόσο απαραίτητη για να «μπει» κανείς στον κόσμο της ταινίας.
Οπτικά, το σύνολο κερδίζει πόντους από τις χορταστικές υποβρύχιες λήψεις (δια χειρός του ιδιαίτερα έμπειρου σε αυτόν τον τομέα εδώ και πολλά χρόνια Ian Seabrook), που σκοπό δεν έχουν τόσο να εντυπωσιάσουν το μάτι όσο να μεταφέρουν μια αίσθηση αβεβαιότητας και απειλής δεδομένων των συνθηκών της πλοκής.
Και τα κοντινά, όπως είναι αναμενόμενο, είναι πολλά, προφανώς για να συνεισφέρουν στην αγωνία με τη συνδρομή των ηθοποιών (παρά την προτεραιότητα που δίνεται στο marketing στην ανάδειξη του ονόματος του Woody Harrelson για εμπορικούς λόγους, η προσπάθεια είναι συλλογική από όλο το καστ) αλλά και την κλειστοφοβία που εκπέμπουν.
Η «Τελευταία Ανάσα» δεν πρωτοτυπεί στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά είναι έξυπνη σαν κατασκευή, δεδομένου του ότι μοιάζει να είναι φτιαγμένη στρατηγικά για να αρέσει σε όσο μεγαλύτερη μερίδα του κοινού γίνεται, χωρίς να περιέχει ακανθώδη στοιχεία που θα μπορούσαν να διχάσουν.
Δεν είναι μια εις βάθος ανάλυση του «να κάνεις το σωστό πράγμα τη σωστή στιγμή» όπως το «Sully» του Clint Eastwood, από τα σχετικά παραδείγματα των τελευταίων ετών, είναι όμως ένα προϊόν που έχει αρετές και που σε γενικές γραμμές σέβεται το αντίτιμο του εισιτηρίου που θα δώσει ο εκάστοτε σινεφίλ, κάτι που δυστυχώς δεν είναι πάντοτε αυτονόητο στην αγορά με την παρούσα της μορφή.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων