Σύνοψη: Σε μια μυστηριώδη, αλλόκοτη περιοχή, κάπου ανάμεσα στην Τεχεράνη και το Γουίνιπεγκ, οι ζωές διαφόρων χαρακτήρων μπλέκονται με παράξενους και απρόβλεπτους τρόπους.
Οι μαθήτριες Νεγκίν και Ναζγκόλ ανακαλύπτουν χρήματα θαμμένα κάτω από τον πάγο και αποφασίζουν να τα κάνουν δικά τους για να βοηθήσουν έναν συμμαθητή τους. Την ίδια στιγμή, ο Μασούντ οδηγεί μια ομάδα τουριστών που μοιάζουν ολοένα και πιο μπερδεμένοι καθώς περιηγούνται στα αξιοθέατα του Γουίνιπεγκ σε μια αδιανόητη ξενάγηση.
Παράλληλα, ο Μάθιου αποφασίζει να παραιτηθεί από τη μονότονη δουλειά του σε μια κυβερνητική υπηρεσία του Κεμπέκ και ξεκινά ένα αινιγματικό ταξίδι για να βρει τη μητέρα του.
'Αποψη: Ένας μπουνιουελικού τύπου σουρεαλισμός συναντάει την αποστασιοποιημένη σάτιρα ενός Roy Andersson, τις χρωματικές παλέτες ενός Wes Anderson και το εκκεντρικό χιούμορ ενός Peter Greenaway, σ’ ένα φιλμικό χωνευτήρι τρομερά φιλόδοξο, με έντονη προσωπικότητα, συχνά διασκεδαστικό, που θέλει να πει πάρα πολλά σε μικρό χρονικό διάστημα αλλά και που καταλήγει εν μέρει σε αδιέξοδο.
Οι αναφορές στην πολιτική ιστορία του Καναδά δίνουν και παίρνουν, κάποτε είναι πιο εμφανείς και άλλες φορές κρύβονται μέσα σε συμβολισμούς, μερικοί εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως «σπαζοκεφαλιές». Το φιλμ όμως έχει και μια πιο προσωπική και συναισθηματική αξία για τον ίδιο τον δημιουργό του, με διάσπαρτα στοιχεία που μοιάζουν ή όντως είναι αυτοβιογραφικά (πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταφόπλακα με τη φωτογραφία και το όνομα του αληθινού πατέρα του Matthew Rankin, που πρωταγωνιστεί υποδυόμενος μια εκδοχή ενδεχομένως του εαυτού του).
Κι εκεί που ενδεχομένως ένας θεατής να υποθέτει πως το σύνολο έχει προθέσεις περισσότερο καυστικές και αποδομητικές, εμφανίζονται αυτές οι νότες μαζί με κάποιες άλλες στιγμές απρόσμενης τρυφερότητας κι έτσι προκύπτει μια αρκετά πιο σύνθετη τελική εικόνα.
Κι ενώ θεωρητικά υπάρχουν τα συστατικά για κάτι ακόμη και σπουδαίο, κάτι δεν «δένει» απόλυτα στη συνταγή. Είναι η υπερβολική συσσώρευση παράξενων αστείων, με μερικά από αυτά να φαίνεται να το «ζορίζουν» υπέρ το δέον προκειμένου να αφήσουν ένα ξεχωριστό στίγμα; Είναι η «χύμα» δομή της πλοκής (αν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει έτσι) που ήθελε περισσότερη δουλειά; Είναι το ότι το σενάριο δεν ξέρει ποιον από τους θεματικούς του πυρήνες να βάλει πρώτο σε προτεραιότητα (αυτά που ενώνουν και χωρίζουν διαφορετικούς πολιτισμούς, τα παράδοξα του καπιταλισμού, η ατομική ταυτότητα ως μια ρευστή κατασκευή διαχρονικά μεταξύ άλλων) με αποτέλεσμα να επικρατεί μια σύγχυση στο πεδίο των νοημάτων;
Όλες αυτές οι «αναποδιές» συνεισφέρουν τελικά στο να εκτιμά κανείς αυτό που έχει κάνει ο Rankin ως κατασκευή, αλλά όχι τόσο να το παραδεχτεί ως πλήρως συνειδητοποιημένο καλλιτεχνικό όραμα.
Παρακολουθώντας τα επί της οθόνης δρώμενα, γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι πίσω από την κάμερα βρίσκεται ένας κινηματογραφιστής που έχει καταναλώσει πολύ σινεμά και που έχει πίστη στις δυνατότητές του. Που παράγει πολλές ιδέες, αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρει πώς να τις κάνει όλες να λειτουργήσουν. Είναι ξεκάθαρο πως δεν θέλει να ακολουθήσει παραδοσιακά αφηγηματικά σχήματα, όμως του λείπει συνοχή από άλλους τομείς για να «καρποφορήσουν» όλα τα ρίσκα που παίρνει. Ταλέντο αναμφίβολα υπάρχει, αλλά ίσως να χρειάζονται και κάποια ενδιάμεσα στάδια ώστε να οδηγήσει αυτό και σε μια αντίστοιχα σημαντική ταινία στο κοντινό μέλλον.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων