Βerlinale 2011: «Cut! Έχω κλήση…»

Πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο 30λεπτο θρίλερ τρόμου γυρισμένο σε ένα ποτάμι, πολύ κοντά στο στυλ του Παρκ, με τραχιά απεικόνιση της εικόνας, χωρίς έντονο φωτισμό που δημιουργεί μια εφιαλτική ατμόσφαιρα.
«Νομίζω ότι τελικά έχει νόημα τόσο οπτικά, όσο και καλλιτεχνικά και δημιουργεί μια πολύ παράξενη αίσθηση φόβου», τόνισε ο Παρκ που χρησιμοποίησε 10 IPhone (να ένα από τα πλεονεκτήματα) με αποτέλεσμα να αποκτήσει πολλαπλές λήψεις με τη μία, ενώ παράλληλα οι ηθοποιοί του υποκρίνονταν πολύ πιο φυσικά με την απουσία κάμερας.
Νέο trend; Κανείς δεν ξέρει, διότι χρειάζεται να το κατέχεις το άθλημα και όχι απλά να κόβεις βόλτες στο δάσος, ωστόσο μη νομίσετε ότι ο πανέξυπνος Κορεάτης το έκανε για την ψυχή της μάνας του, διότι το IPhone ήταν Korea Telecom, η οποία πλήρωσε 130.000 δολλάρια για διαφήμιση, η οποία έπιασε τόπο, καθώς το είδαν 300.000 θεατές στην Κορέα μέχρι στιγμής και μπήκε (όπως προανέφερα) στο διαγωνιστικό της Berlinale… Άλλωστε –βάσει προβλέψεων-, το ένα τρίτο του κορεατικού πληθυσμού (20.000.000 κόσμος δηλαδή), μέχρι το τέλος του 2011 θα έχουν το δικό τους smart phone…

Πέρασα όμως μια χαρά με το «The Guard» του πρωτοεμφανιζόμενου Μάικλ ΜακΝτόναγκιου, με τον μέγα Μπρένταν Γκλίζον (με τον οποίο εξασφάλισα άδεια για μερικά λεπτά συνομιλίας, έστω και αν το φιλμ δεν έχει πάρει διανομή στην Ελλάδα, τουλάχιστον προς το παρόν…) να υποδύεται έναν εριστικό, στενόμυαλο, καυστικό Ιρλανδό αστυνομικό που συνεργάζεται με έναν μαύρο πράκτορα του FBI (Ντον Τσιντλ) για να συλλάβουν έναν έμπορο ναρκωτικών, στον οποίο δεν παραλείπει να πετάει ρατσιστικές σπόντες του στυλ «Νόμιζα ότι οι μαύροι δεν μπορούν να κάνουν σκι. Ή μήπως είναι κολύμπι;», ενώ απολαυστικές είναι οι στιγμές που ουσιαστικά ψιλοπαρωδούν από Dirty Harry μέχρι Φονικό Όπλο.
Όλα αυτά σε ένα σκαμπρόζικο, ενίοτε βλάσφημο, άλλοτε βίαιο, αλλά με πνευματώδεις διαλόγους και τίγκα στο χιούμορ, βρετανικό αστυνομικό φιλμ που προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα παραλλαγή του κλασσικού χαρακτήρα-μπάτσου δοσμένη με μια γουέστερν ματιά που ενισχύει και η μουσική των Galexico (που ποτέ μου δεν συμπάθησα, αλλά anyway, εδώ δένει το γλυκό), με τον σκηνοθέτη να ασχολείται αποκλειστικά με τους χαρακτήρες του και το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει.
Θέματα

Κοινή διαπίστωση της παρέας: Το «White Trash» είναι ένα από τα κορυφαία bar-club-restaurant που έχουμε πατήσει ποτέ το πόδι μας (και έχουμε μπει σε ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ πρέπει να σου πω φίλε αναγνώστη/αναγνώστρια).
Τέτοιο ανεπιτήδευτο στυλ, με ανεπανάληπτη (και με ανεξάντλητες λεπτομέρειες) controlled kitch διακόσμηση και συνεχόμενη party feeling και mix and match διάθεση, δεν πρέπει να παίζει αλλού –και αν παίζει, να μας πείτε που, για να πάμε).
Έτσι και βρεθείτε ποτέ στο Βερολίνο, πρέπει να περάσετε από το πρώην σινιέ κινέζικο που βρίσκεται στην Schonhauser Allee 6-7, 50 μέτρα έξω από την στάση U-Bahn Rosa Luxembourg (ναι, της γνωστής).
Mην πάτε στο club, να πάτε στο ρεστοράν, όπου έχει καθημερινό live από ημι-ταλαντούχες, ημι-τελειωμένες ποζεράδικες μπάντες που μπορεί να σου παίξουν από jazz μέχρι folk, αλλά κυρίως garage punk. Θα φας μπέργκερ του θανάτου με 732.000 θερμίδες έκαστο, θα πιεις εξαιρετικά ποτά (προσωπικά πέτυχα μια τεκίλα 1800 και την τσάκισα, άσε τους άλλους να πίνουν βότκα τόνικ…) και θα συνεχίσεις να την ακούς, καθώς μετά τα live αναλαμβάνουν πολύ ενημερωμένοι djs που συνεχίζουν στο ίδιο κλίμα.
Ένα θα σου πω (για να καταλάβεις ότι μπορείς να ακούσεις τα πάντα εκεί) και αν θες το πιστεύεις: ακούσαμε το «Hitler’s Springtime» από το μιούζικαλ του 1968 «The producers»… Αλλά για το κεφάλαιο μουσική-Βερολίνο θα αναφερθώ στο επόμενο σημείωμα…
Απόστολος Κίτσος
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων