Σύνοψη: Η Άννα, μια νεαρή γυναίκα από την Κολομβία, καταφθάνει χωρίς χαρτιά στην Ισπανία, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε μια έπαυλη στην Κόστα Μπράβα για την περίοδο του καλοκαιριού.
Οι εργοδότες της τής υπόσχονται πως, αν μείνουν ευχαριστημένοι από την απόδοσή της, θα την βοηθήσουν να «νομιμοποιήσει» την παραμονή της στη χώρα τον Σεπτέμβρη. Μέχρι τότε ζητούν από εκείνη σκληρή δουλειά και, το κυριότερο, τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα…
Όπως μας πληροφορούν τα opening credits, o Στίβεν Σόντερμπεργκ παρουσιάζει (sic) ως περήφανος πάτρωνας το φιλμ με τον original τίτλο «Calladita».
Άποψη: Στα ισπανικά, το επίθετο «callado/a» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα άτομα που δεν μιλούν πολύ, συχνά επειδή είναι ντροπαλά και πιο εσωστρεφή. Το δε «-ita» ως επίθημα δημιουργεί τα υποκοριστικά θηλυκού γένους και συνήθως, όπως και στα ελληνικά, φέρει συνδηλώσεις τρυφερότητας, π.χ. η Άννα προσφωνεί τη μητέρα της στο τηλέφωνο «mamita» αντί για «mamá».
Όταν, όμως, ο γιος της οικογένειας αναφέρεται (σε μια κομβική για την ταινία σκηνή) στην Άννα με το συγκεκριμένο επίθετο, το κάνει άραγε για να εκφράσει την συμπάθειά του προς την κοπέλα; Ή μήπως η «σμίκρυνση» έρχεται ως φυσικό γλωσσικό επακόλουθο μιας ριζωμένης νοοτροπίας που βλέπει οτιδήποτε δεν ανήκει στην προνομιούχα του τάξη ως απλό prop, προορισμένο να υπηρετεί τα συμφέροντά του και μόνο;
Ο Μιγκέλ Φάους, στην πρώτη του μεγάλου μήκους απόπειρα, στρέφει το φακό (και τα βέλη του) σε αυτήν ακριβώς την τάξη. Εκείνη που θανατώνει αδέσποτα γατιά επειδή «χαλάνε» τα φυτά των αχανών της κήπων κι ύστερα παρακολουθεί τους αγώνες της Μπάρτσα με την ευχή «να τρέξει καθόλου αυτός ο μαύρος που πήραμε, τόσα λεφτά μας κόστισε».
Η σημειολογία λειτουργεί ομολογουμένως πολύ καλά: απολύτως ειρωνικά, τα παραπάνω λόγια ξεστομίζονται από Καταλανούς, ηχούν δηλαδή στην ίδια γη που υπήρξε το προπύργιο του αντιφασισμού επί εμφυλίου, και μάλιστα από οπαδούς της ομάδας – κόκκινο πανί για τους απανταχού franquistas.
Ο καπιταλισμός κι η διάβρωση των συνειδήσεων όσων καβαλάνε με επιτυχία το κύμα του ολοφάνερα κερδίζουν το παιχνίδι, μολονότι σίγουρα τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει στο σινεμά αρκετά τολμηρότερες σάτιρες της μεγαλοαστικής ελίτ (βλ. Ρούμπεν Έστλουντ).
Πιθανότατα λόγω της απειρίας του, ο Φάους αποφεύγει να βάλει το νυστέρι πολύ βαθιά, κρατώντας ισορροπίες στη δηκτικότητα και γενικώς χαμηλούς τόνους σε καθένα από τα είδη με τα οποία φλερτάρει το «Η σιωπηλή καμαριέρα».
Όπως ακριβώς κι η ηρωίδα του, αποφεύγει τις αιχμές και προτιμάει να ξεδιπλώσει το υλικό του με διακριτικότητα, με αποτέλεσμα να λείπει κάπως από την ταινία το στοιχείο της έντασης. Έτσι, ποτέ δεν απογειώνεται δραματουργικά αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι μιλάμε για ένα καλαίσθητο κι αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων