Bενετία 24: Το folk, παγανιστικό, νεοδιονυσιακό δράμα του Harvest, συναντά την Βίβλο

Published: 4 Sep 2024, 12:27
Συντάκτης:

Σύνοψη : Σε επτά παραισθησιογόνες μέρες, ένα χωριό χωρίς όνομα, σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, εξαφανίζεται. Ο αγρότης Walter Thirsk και ο μπερδεμένος άρχοντας Τσαρλς Κεντ είναι παιδικοί φίλοι και πρόκειται να αντιμετωπίσουν μια εισβολή από τον έξω κόσμο :το τραύμα της νεωτερικότητας.

<a href="/en/nea/venetia-2025-timitikos-hrysos-leontas-ston-verner-hertzogk/71435">Βενετία 2025: Tιμητικός Χρυσός Λέοντας στον Βέρνερ Χέρτζογκ</a>ΣΧΕΤΙΚΑΒενετία 2025: Tιμητικός Χρυσός Λέοντας στον Βέρνερ Χέρτζογκ

Άποψη : Το ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Jim Crace, που ο Guardian έχει κατατάξει μέσα στα εκατό καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα, είναι ένα δύσκολο βιβλίο για κινηματογραφική μεταφορά.

Το Harvest της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη είναι μια δύσκολη ταινία για κατανάλωση. Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από όταν η ελληνίδα σκηνοθέτρια βρέθηκε ξανά υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στην Βενετία, τότε με το Attenberg που έφυγε με βραβείο γυναικείας ερμηνείας, και εννιά χρόνια που έχει να κάνει ταινία, μετά το Chevalier του 2015.

Όπως και ο φίλος της ο Γιώργος Λανθιμος, έτσι και εκείνη έκανε το βήμα να μετασχηματίσει το κινηματογραφικό γλωσσάρι ενός σινεμά του άβολου και του παράλογου σε μια αγγλόφωνη μεγάλη παραγωγή.

Αν και άνιση και ίσως όχι τόσο αποτελεσματική στην μετάδοση των θέσεων της ταινία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη μεταστροφή σε ένα σινεμά υψηλής αισθητικής αξίας, ποιητικών συμβολισμών και μιας σκληρότητας ωμής μα ουδέποτε σοκαριστικής, καθώς χώνεται και χωνεύεται μέσα στην πλοκή. Με κάδρα και χρώματα από τον διευθυντή φωτογραφίας των Safdie και του Alex Ross Perry (που επίσης έχει ταινία στην Μπιενάλε), Sean Price Williams, να εμπνέεται από πίνακες Ολλανδών και φλαμανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα, ανάμεσα τους και από τον Ρέμπραντ, με μπλε και κόκκινους χρωματισμούς να εμφανίζονται διαρκώς με μια ένταση αντίθετη προς την βρωμιά της μεσαιωνικής εποχής στην οποία χοντρικά διαδραματίζεται, τονίζοντας ακόμα περισσότερα την ίδια την υφή του υλικού. Δεν είναι τυχαίο που ο ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Earle, είναι ζωγράφος και σχεδιάζει τον χάρτη της περιοχής, κάτι που οι υπόλοιποι κοιτούν με καχυποψία, αν όχι δεισιδαιμονία, δείχνοντας τις αντίληψης μιας προνεωτερικής κοινωνίας στην οποία η ζωγραφική δεν είναι κάτι περισσότερη από μια ασήμαντη χειρωνακτική εργασία.

Με έναν σκληροτράχηλο λυρισμό, πρωτόγνωρο για το σινεμά της, η Τσαγγάρη μας μεταφέρει σε ένα κομβικό σημείο της ανθρωπότητας: στην μετάβαση από την προνεωτερική/προβιομηχανική στην νεωτερική/βιομηχανική κοινωνία, από την μεσαιωνική φεουδαρχία, όπως αποτυπώνεται στην γη της Σκωτίας, όπου γυρίστηκε σε φυσικούς χώρους, στον σύγχρονο καπιταλισμό, μέσα από το πρίσμα μιας αλληγορίας.

Το folk, παγανιστικό, νεοδιονυσιακό δράμα, συναντά την Βίβλο, καθώς το Harvest έχει μεγαλύτερες συγγένειες με τις κινηματογραφικές, βιβλικές ιστορίες των 70s και λιγότερο με το γουέστερν της εποχής, όπως θεωρήθηκε ότι πρόκειται για ένα νεογουέστερν.

Καμια σχέση ούτε ως προς την ρυθμολογία, με την πλοκή να εκτυλίσσεται - συνειδητά - ράθυμα και επαναλαμβανόμενα μέσα σε ένα κύκλο συνήθειας, ούτε ως προς την χρήση της κάμερας με την Τσαγγάρη πέρα από κάποια φυσιολατρικά πλάνα ζενερίκ, μένει πολύ περισσότερο στα πρόσωπα και στα κοντινά.

Ο χαρακτήρας του Caleb Landry Jones είναι μια μεσσιανική προσωπικότητα που καλείται να γεφυρώσει τις δυο εποχές, με συνέπειες, ωστόσο, και τιμωρίες. Δεν θα μπορούσε ίσως να έχει καλύτερο ηθοποιό, με τον χαμαιλεοντικό Jones να ξέρει να ισορροπεί με μαεστρική ευκολία, κάτι που του είναι εύκολο ακόμα και σε ταινίες που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν ισορροπεί με το μετρό και φτάνει στο κιτς και στο μελόδραμα με τρανταχτό παράδειγμα το DogMan του Luc Besson. Στον χωριάτικο κόσμο του θα δεχτεί έναν μεγαλογαιοκτήμονα και τον ξάδερφο του, ο οποίος σαν γνήσιος βρετανός αποικιοκράτης, θέλει, ζητά, απαιτεί και επιβάλλει. Σε αυτό το νέο σκηνικό θα ενταχθεί και μια νέα γυναίκα που φέρνει μαζί της κάτι από τις μάγισσες του μεσαίωνα και τις παγανιστικές αντιλήψεις μιας άλλης εποχής που χάνεται.

Για αυτό και η ταινία μένει πίστη μέχρι τέλους σε έναν μελαγχολικό ρυθμό, ο οποίος γίνεται ακόμα πιο ορατός και ηχηρός με την μουσική του βραβευμένου με Όσκαρ Nicholas Becker αλλά και του Landry Jones, γεμάτη μεσαιωνικίζοντες και λαϊκούς ρυθμούς μέσα από βρετανικά παραμύθια, να δηλώνει εμφατικά αυτό που ούτως ή άλλως σου δίνει η ταινία. Περιττή είναι επίσης και η χρήση του voice over, προδίδοντας μια αδυναμία της απομάκρυνσης από τον λογοτεχνικό πρόγονο της ιστορίας.

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο